...είχε ένα στραβό φεγγάρι έτοιμο λες να δεχτεί μια ξανθιά κοτσίδα στην άκρη του σα της ραπουτζελ, να σηκώσει τον πιο έτοιμο, τον πιο ελαφρύ στ΄αστέρια...
μέσα είχε κόσμο σε σιωπή και τα πιο φρέσκα βλέμματα της πόλης
όταν οι πρώτες νότες έφυγαν σαν ασημένια πέταλα ενός άγνωστου κι ευαίσθητου λουλουδιού και χάθηκαν στην οροφή
ήξερες πως εδώ δεν ήρθες για να χορέψεις
ήρθες για να ..πετάξεις.
το μουσείο έγινε παραμυθενιο σύννεφο κι ο κόσμος ανέβηκε άνετα ο καθένας στο δικό του συννεφάκι κι από κει, άλλοι κουνώντας το κορμί ,άλλοι κρύβοντας λυτρωτικά δάκρυα, άλλοι αγκαλιασμένοι κι άλλοι μόνοι, πέταξαν στον κόσμο της δικής τους νοσταλγίας, ώσπου κάποια στιγμή, την ώρα της φορμάικας, η χοντρή ξανθια πλεξίδα της κας Αλίκης κατέβηκε ως το μερος που κρυβόμουν, τρυφερα με τύλιξε και με ανέβασε ως τους πιο μυστικούς αστερισμούς, μέχρι να γίνω εγω, ο ανέτοιμος απο πάντα , μέρος ενος σύμπαντος που αγνοούσα την υπαρξή του, μα πάντα ήλπιζα οτι θα ανακάλυπτα.
1 σχόλιο:
τι κρίμα που δε μπόρεσα να έρθω!
Διαβάζω, δυστυχώς, για την εξεταστική...
Η περιγραφή σου είναι δελεαστική, πάντως.
Δημοσίευση σχολίου